- ανάταξις
- (-εως) η1) помещение чего-л. на место; 2) мед. вправление (кости, грыжи и т. п.); 3) фин. перевод в новую налоговую категорию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάταξη — Η αποκατάσταση στη φυσιολογική του θέση ενός σπασμένου οστού ή εξαρθρωμένου μέλους. Η α. εκτελείται είτε με ειδικούς χειρισμούς (αναίμακτη α.) είτε με χειρουργική επέμβαση (αιματηρή α.). Σε περίπτωση κήλης, η α. συνίσταται στην επαναφορά στην… … Dictionary of Greek
ἀνατάξεως — ἀνατάξεω̆ς , ἀνάταξις financial estimate fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)